υδροξυοξύ

υδροξυοξύ
το, Ν
συν. στον πληθ. τα υδροξυοξέα
χημ. γενική ονομασία οργανικών ενώσεων τών οποίων τα μόρια περιέχουν μία τουλάχιστον ομάδα καρβοξυλίου και μία τουλάχιστον ομάδα υδροξυλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. γαλλ. acides-alcools].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κιτρικός — ή, ό [κίτρο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο 2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3 καρβοξυ 3 υδροξυ …   Dictionary of Greek

  • κουμαρικός — ή, ό φρ. χημ. «κουμαρικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, αρωματικό και ακόρεστο υδροξυοξύ που λαμβάνεται με ενυδάτωση τής κουμαρίνης ή διαζώτωση τού ο αμινο κιναμωμικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coumarique < γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • κουμαρινικός — ή, ό φρ. χημ. «κουμαρινικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, ακόρεστο και αρωματικό υδροξυοξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coumarinique < γαλλ. coumarine] …   Dictionary of Greek

  • σικιμικός — ή, ό, Ν φρ. «σικιμικό οξύ» χημ. κυκλική οργανική ένωση, υδροξυοξύ που εξάγεται από πάμπολλα φυτά και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη βιοσύνθεση, από τα γλυκίδια, φυσικών προϊόντων, παραγώγων τού βενζολίου, όπως λ.χ. τής φαινυλαλανίνης, τής… …   Dictionary of Greek

  • υδρακρυλικός — ή, ό, Ν «υδρακρυλικό οξύ» χημ. άκυκλη κορεσμένη οργανική χημική ένωση, υδροξυοξύ, ισομερές με το γαλακτικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hydracrylique < hydr (< υδρ[ο] *) + acrylique (βλ. ακρυλικός)] …   Dictionary of Greek

  • υδροξυβουτυρικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροξυβουτυρικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, υδροξυοξύ που είναι παράγωγο τού βουτυρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος όρος, πρβλ. αγγλ. hydroxybutyric acid] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλογαλακτικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλογαλακτικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωοη, αρωματικό υδροξυοξύ, φαινυλοπαράγωγο τού γαλακτικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (acide) phenyllactique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + lactique (< λατ. lac, lactis «γάλα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”