κιτρικός — ή, ό [κίτρο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο 2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3 καρβοξυ 3 υδροξυ … Dictionary of Greek
κουμαρικός — ή, ό φρ. χημ. «κουμαρικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, αρωματικό και ακόρεστο υδροξυοξύ που λαμβάνεται με ενυδάτωση τής κουμαρίνης ή διαζώτωση τού ο αμινο κιναμωμικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coumarique < γαλλ.… … Dictionary of Greek
κουμαρινικός — ή, ό φρ. χημ. «κουμαρινικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, ακόρεστο και αρωματικό υδροξυοξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coumarinique < γαλλ. coumarine] … Dictionary of Greek
σικιμικός — ή, ό, Ν φρ. «σικιμικό οξύ» χημ. κυκλική οργανική ένωση, υδροξυοξύ που εξάγεται από πάμπολλα φυτά και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη βιοσύνθεση, από τα γλυκίδια, φυσικών προϊόντων, παραγώγων τού βενζολίου, όπως λ.χ. τής φαινυλαλανίνης, τής… … Dictionary of Greek
υδρακρυλικός — ή, ό, Ν «υδρακρυλικό οξύ» χημ. άκυκλη κορεσμένη οργανική χημική ένωση, υδροξυοξύ, ισομερές με το γαλακτικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hydracrylique < hydr (< υδρ[ο] *) + acrylique (βλ. ακρυλικός)] … Dictionary of Greek
υδροξυβουτυρικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροξυβουτυρικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, υδροξυοξύ που είναι παράγωγο τού βουτυρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος όρος, πρβλ. αγγλ. hydroxybutyric acid] … Dictionary of Greek
φαινυλογαλακτικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλογαλακτικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωοη, αρωματικό υδροξυοξύ, φαινυλοπαράγωγο τού γαλακτικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (acide) phenyllactique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + lactique (< λατ. lac, lactis «γάλα»)] … Dictionary of Greek